Διάλεξη & εισήγηση για την εισαγωγή των αρχαίων Ελληνικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση

Του Θεοδώρου Γ. Πισιμίση, θεολόγου-φιλολόγου, τ. Λυκειάρχη  

Είναι γνωστόν πως οι δομές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού είναι άρρηκτα δεμένες με την αρχαία ελληνική γλώσσα.

Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα, όπως υποστηρίζει ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης. Και με τα λόγια του αυτά τονίζει πως η ομηρική γλώσσα, όπως διαμορφώθηκε από τους γραμματικούς της κλασικής περιόδου, με κορυφαίους τον Πλάτωνα, τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη αλλά και τον Αριστοτέλη, είναι εκείνη στην οποία γράφτηκαν τα αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητος, με τα οποία πέτυχαν, παράλληλα με την αισθητική συγκίνηση, και τη δημιουργία ενός ηθικού προβληματισμού.

Η γλώσσα όμως αυτή του Ομήρου όχι μόνο υπήρξε η βάση της κλασικής γραμματολογίας αλλά έχει περάσει σχεδόν αυτούσια στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, τόσο στην καθαρεύουσα, όσο και, κυρίως, στη δημοτική. Στη γλώσσα μας αυτή συναντούμε ρίζες και ήχους, μουσικές και εικόνες ξεχασμένες.

Αυτός ο μαγικός αυλός της γλώσσας μας ακούγεται σήμερα και από τον απλό Έλληνα χωριάτη, όμοιος και απαράλλαχτος, όπως ακριβώς τον χρησιμοποιούσε ο Όμηρος.

Παράλληλα, μηνύματα διαχρονικά και αξίες οικουμενικές που αποτελούν εμπνεύσεις των προγόνων μας διατυπώθηκαν στην αρχαία ελληνική γλώσσα κατά τρόπο μοναδικό και διασώθηκαν μέσα απ’ αυτή.

Π.χ. η μοναδικότητα και αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας προσδιορίζεται απλά και παραστατικά στον διάλογο του Κύκλωπα Πολύφημου και του Οδυσσέα, του πολυμήχανου γιου του Λαέρτη:

«Ποιος είσαι συ; Ποιο είναι τ’ όνομά σου;» ρωτάει ο Πολύφημος τον Οδυσσέα (Ραψ. 1.366).

«Ο Ούτις», απαντά με δυο λέξεις ο Οδυσσέας. Δηλαδή ο Κανένας, ο ανώνυμος, ο άγνωστος μέσα στη μάζα.

Έτσι προσδιορίζεται ο άνθρωπος σ’ ένα περιβάλλον που το χαρακτηρίζουν οι αντιπαλότητες. Από τη μια μεριά η υπεράνθρωπη δύναμη, χωρίς όμως να τη συνοδεύει και η υπεράνθρωπη λογική και ηθική αλλά η ανθρωποφαγία, και από την άλλη η αντιβία με όλα τα μέσα και εκφραστή τον Οδυσσέα με τον πυρωμένο πάσσαλο. Μια κοινωνία που ενσαρκώνει την κόλαση.

Όταν όμως φθάνουμε στο νησί των Φαιάκων, ο ίδιος ποιητής με μια διαφορετική άποψη προσδιορίζει με οκτώ λέξεις την ανθρώπινη προσωπικότητα: «ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμος εστ’ ανθρώπων».

Δηλαδή, κανένας εντελώς από τους ανθρώπους δεν είναι ανώνυμος, συμπληρώνει το ερώτημά του προς τον ξένο, τον Οδυσσέα, ο Βασιλιάς Αλκίνοος, όταν τον ρωτάει ποιος είναι. Και η φράση αυτή ισχύει από τότε ως απόφθεγμα πανανθρώπινης αξίας, που υπογραμμίζει πως όλοι οι άνθρωποι είναι επώνυμοι, με προσωπικότητα, και με την έννοια αυτή μετέχουν στην προαγωγή του ανθρώπινου πολιτισμού όχι με μαζικούς αγώνες, όπου η συμμετοχή γίνεται κάτω από αναγκαστική συγκατάθεση και η συ­μπεριφορά μοιάζει με ομαδική κωπηλασία σε κάτεργο, αλ­λά με συλλογικές προσπάθειες, συνειδητά και με καλοδιάθετη προαίρεση για συνεργασία και ευγενή άμιλλα. Και όλα αυτά τα συμπληρώνει ο μεγάλος ποιητής με τη φράση: «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων».

Πάντοτε να αριστεύεις και να υπερέχεις από τους άλλους μέσα από την ευγενή άμιλλα, όπως είπαμε προη­γουμένως. Και τον άνθρωπο που προκύπτει από μια τέτοια προσπάθεια τον χαρακτηρίζουμε ακόμη και σήμερα με την ίδια λέξη: υπέροχον.

Αντίθετα, ο αφανισμός του προσωπικού στοιχείου μέσα από την ανωνυμία συνεπάγεται μείωση της προσωπικής ευθύνης και άρα εξανεμισμό της ηθικής συγκρότησης του ανθρώπου.

Μ’ αυτές τις αντιλήψεις ήθελαν οι αρχαίοι Έλληνες να σμιλεύεται ο πολιτισμένος άνθρωπος. Πρώτα πρώτα να είναι προσωπικότητα, αυτή δε την προσωπικότητα την ολοκλήρωνε από παιδί «εν τω οικείω περιβάλλοντι» (οικογενειακό, σχολικό, κοινωνικό) μέσα από τον διάλογο, με τον οποίο πετύχαινε την προαγωγή του πνευματικού, ηθικού, πολιτικού και πολιτιστικού του βίου. Προσδιόριζαν δε την έννοια του διαλόγου με μια φράση: Διάλογος είναι «το σωφρόνως δούναι και δέξασθαι λόγον», όπως λέει ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα. Το να δίνεις και να παίρνεις, να δέχεσαι, λογικές απόψεις σωφρόνως, με σύνεση, με σεβασμό.

Διαπιστώνουμε επίσης πως η γλώσσα μας από τα πανάρχαια χρόνια υπερβαίνει τα όρια του χώρου και του χρόνου. Είναι η γλώσσα της έκφρασης του ανθρώπινου πνεύματος για τα πιο σημαντικά και διαχρονικά θέματα, τις βασικές έννοιες της ανθρώπινης σκέψης και του πολιτισμού.

Μ’ αυτή την έννοια το ελληνικό πνεύμα έγινε παγκόσμιο αιώνες πριν από την παγκοσμιοποίηση, μέσα από την ελληνική γλώσσα.

Αυτή η γλώσσα στη μετακλασική περίοδο, γνωστή ως Αλεξανδρινή Εποχή, έγινε η πρώτη παγκόσμια πολιτισμική γλώσσα (η κοινή αλεξανδρινή) στην οποία μεταφράσθηκε η Π. Διαθήκη και εγράφη το Ευαγγέλιο και τα άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτή διατυπώθηκαν τα δόγματα της χριστιανικής πίστης, οι ιεροί κανόνες, το Σύμβολο της Πίστεως, οι Θείες Λειτουργίες και τα σπουδαιό­τερα συγγράμματα των πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας μας, και έγινε το γλωσσικό όργανο του χριστιανισμού.

Βασική επίσης διαπίστωση είναι πως πολλές ρίζες της αρχαίας ελληνικής έχουν εισαχθεί, διά της ιαπετικής ομογλωσσίας, κατά χιλιάδες στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες και κυρίως στην ηγεμονική γλώσσα της εποχής μας, την αγγλική. Με την έννοια αυτή η ελληνική γλώσσα είναι τροφός όλων των γλωσσών και, όπως υποστηρίζει η διακεκριμένη γλωσσολόγος Αναστασία Μονέου, ακόμη κι αν δεν υπήρχε άλλη αναφορά, ακόμη κι αν δεν είχε διασωθεί κανένα προκατακλυσμιαίο μνημείο, θα αρκούσε η αρχαία ελληνική γλώσσα ως απόδειξη της ύπαρξης στο παρελθόν μιας μεγάλης εποχής πολιτισμού.

Επισημαίνω, λοιπόν, πως στη γλώσσα μας είναι εμφυτευμένη όλη η γνώση που κατέκτησε ο άνθρωπος ως την παρούσα στιγμή. Κάθε λέξη/όρος φέρει ένα βαρύ φορτίο νόησης, που οι προγενέστεροι εξόδευσαν για να κατακτήσουν γνωστικά τη συγκεκριμένη έννοια και να τη βαπτίσουν με το συγκεκριμένο όνομα/λέξη. Και το σημαντι­κό είναι πως εκτός από τις 125.000 ελληνικές λέξεις που έχουν περάσει στην αγγλική γλώσσα και το μεγαλύτερο ποσοστό των επιστημονικών όρων (λεξικό Κωνσταντινίδη), πολλές ομηρικές λέξεις υπάρχουν, αυτούσιες σχεδόν, στην ομιλούμενη αγγλική, έτσι που να λέμε στα παιδιά πως ο Όμηρος μιλούσε αγγλικά.

     Αναφέρω κάποια ενδεικτικά παραδείγματα:
     Λακεδαίμων: Θεός της Λίμνης (Λακε) – lake
     αυτάρ: ύστερα – after
     έξιτε: προστακτική του εξέρχομαι – exit
     γε (εγωγέ): βεβαιωτικό μόριο – yes
     turbo: από το τύρβη, τυρβάζω: μεγάλος θόρυβος
     «Κύσον με» λέγει ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη μπαίνοντας στο ανάκτορό του ύστερα από είκοσι χρόνια, δηλαδή «φίλησέ με» – «kissme», λένε οι Άγγλοι.

Και τόσες άλλες, που εντυπωσιάζουν τα παιδιά.

Αλλά κι εμείς σήμερα, ανεξαρτήτως μορφώσεως, μιλούμε τη γλώσσα του Ομήρου αλλά δεν το ξέρουμε, επειδή αγνοούμε τη ρίζα των λέξεων που χρησιμοποιούμε, όπως:
αυδή (φωνή) – άναυδος
άρουρα (το χωράφι) – αρουραίος
λώπος (το ένδυμα) – λωποδύτης
πέδη (δέσιμο) – τροχοπέδη – πέδιλο
άγχω (σφίγγω τον λαιμό) – άγχος – αγχόνη
αλέξω (εμποδίζω) – αλεξίπτωτο, αλεξικέραυνο, Αλέξανδρος

Κατόπιν τούτων διαπιστώνουν τα παιδιά πως δεν υπάρχουν αρχαίες και νέες λέξεις, παρά μόνο ελληνικές, και πως η ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και στην ουσία αδιαίρετη χρονικά. Θα μάθουν επίσης πως η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλούμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα βέβαια που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά προϋπήρχε χιλιετίες πριν απ’ αυτόν.

Αυτή τη διαπίστωση είχαν κάνει και οι φωτισμένοι θεμελιωτές του εκπαιδευτικού μας συστήματος, οι οποίοι, ύστερα από την απελευθέρωση του γένους μας από τον οθωμανικό ζυγό, καθόρισαν ανάμεσα στο τετρατάξιο δημοτικό και το τετρατάξιο γυμνάσιο ένα τριτάξιο σχολείο, το Σχολαρχείο ή Ελληνικό Σχολείο, στο οποίο διδασκόταν συστηματικά η αρχαία ελληνική γλώσσα. Το 1929 οι δύο πρώτες τάξεις του Σχολείου αυτού πέρασαν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση· σε αυτές εξακολουθούσε να διδάσκεται η αρχαία ελληνική γλώσσα. Εν συνεχεία και μέχρι τη μεταρρύθμιση του 1964, στο δημοτικό σχολείο διδασκόταν μόνο η καθαρεύουσα, η οποία διατήρησε τη γραμματική και το συντακτικό της αρχαίας γλώσσας και οδηγούσε απρόσκοπτα τους μαθητές στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο εξατάξιο γυμνάσιο. Ακολουθεί ο διπολισμός καθαρεύουσας και δημοτικής, δύο δηλαδή σύνθετες μορφές της ίδιας ελληνικής γλώσσας. Αυτή η γλωσσική διμορφία, παράλληλα με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τις υπερβολές, οδήγησε το 1976 στον εξοβελισμό των αρχαίων ελληνικών και από το, τριτάξιο πλέον, γυμνάσιο. Τα αποτέλεσμα ήταν να ρωτούν οι απόφοιτοι της Γ΄λυκείου κατά την εξέταση της ελληνικής γλώσσας στις Πανελλαδικές εξετάσεις τι σημαίνουν οι λέξεις «αρωγή» και «ευδοκίμηση» και αργότερα ακόμη πιο απλές.

Έτσι λοιπόν η πολυμήχανη πορεία της φυλής μας, που ενσαρκώνεται στον Οδυσσέα, συνεχίζεται με ευφυΐα και γνώση μέχρι σήμερα, παρά τα στραβοπατήματα, όπως αυτό της κατάργησης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στα γυμνάσια.

Η βιαστική αυτή επίλυση του γλωσσικού μας ζητήματος οδήγησε σ’ ένα μεγάλο γλωσσικό πρόβλημα, ένα πρόβλημα ποιότητας, στη χρήση της νεοελληνικής. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να ξεπεραστεί με κατάλληλη διδασκαλία της γλώσσας μας στο σχολείο, με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο, όπου βέβαια και έχει επανέλθει, ενώ επιτακτική καθίσταται η ανάγκη της διδασκαλίας τους στις δυο ανώτερες τάξεις του δημοτικού σχολείου, έτσι που τα παιδιά να προσαρμόζο­νται στη γλώσσα των αρχαίων ελληνικών ως μητρικής τους γλώσσας και να μπορούν να διεισδύουν σε βασικές έννοιες του σύγχρονου πολιτισμού μέσα από τις λέξεις και τα γνωμικά, την εξάσκηση στην ανάγνωση και τη νοηματική κατανόηση του αρχαίου κειμένου, μέσα από τη σύνδεση της ρίζας των λέξεων και του νοήματός τους.

Γι’ αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον όρο «κατάκτηση», ενώ για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας τον όρο «εκμάθηση». Και η δική μας γλώσσα χρειάζεται να κατακτηθεί από τους ελληνόπαιδες αλλά και απ’ όλους τους πολιτισμένους λαούς, ως μητρική γλώσσα τους. Χιλιάδες έννοιες είναι εκφρασμένες με ελληνικές λέξεις και είναι τέτοιες οι έννοιες, που να συγκρο­τούνται τα νοήματα με τα οποία λειτουργεί η ανθρώπινη σκέψη.

Μεγάλο μέρος του Δυτικού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού έχει βασιστεί και εκφραστεί με τέτοιες έννοιες/λέξεις.

Σ’ αυτό το σκεπτικό στηρίζεται άλλωστε και η απόφαση του υπουργού Παιδείας της Αγγλίας να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης στην αρχαία ελληνική γλώσσα των μαθητών της Μ. Βρετανίας ήδη από το δημοτικό. Η διαδικασία πρώιμης επαφής των μικρών μαθητών με απαιτητικές έννοιες/λέξεις, προφανώς από καταλλήλως επιλεγμένα ή συντεταγμένα κείμενα, αναμένεται να διευρύνει τη σκέψη τους και να ασκήσει βαθμηδόν τη διανοητική τους ικανότητα σε συσχετισμό με έννοιες/λέξεις που υπάρχουν ήδη στη μητρική γλώσσα τους.

Και κλείνω με τα λόγια ενός μεγάλου ξένου συγγραφέα, του Χάρι Μάουντ, ο οποίος αναφερόμενος στη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στα δημοτικά σχολεία της Αγγλίας διαπιστώνει τα εξής:

«Είναι θαυμάσια είδηση ότι τα αρχαία ελληνικά θα βελτιώσουν τις δεξιότητες των μαθητών στην ελληνική γραμματική και το συντακτικό και θα τα εισαγάγουν στον ελληνικό πολιτισμό, το λίκνο του Δυτικού πολιτισμού».

Πόσο μάλλον για τα ελληνόπουλα.