Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου

Φώτη Παπαγεωργίου, αποφοίτου της Σχολής – Θεολόγου

Κυλάει ο χρόνος – ρέει… και να σ’ όλα της Γης
τα πλάτη, εργάτες του καλού, τ’ αληθινού, τ’ ωραίου, τ’ αγαπημένα σου παιδιά…!
(Νικηφόρου Καχριμάνη – καθηγητού)

Πέρασαν ογδόντα πέντε χρόνια από τον Οκτώβριο του 1924 που άρχισε η πνευματική προσφορά στην Εκκλησία και το γένος της περιώνυμης Εκκλησιαστικής Σχολής Κορίνθου. Στην αρχική της μορφή ορίζεται ως 5τάξιος Ιερατική Σχολή, επευχόμενοι οι πρώτοι διδάξαντες επί τη ενάρξει της λειτουργίας στην υπ’ αριθμόν 1/11-10-1924 πράξη τους: «ίνα ο Θεός εσαεί σκέπει το διδακτικόν προσωπικόν προς ορθοτόμησιν της αληθείας και εμπέδωσιν της ευσεβείας και τους τροφίμους της σχολής κρατύνει εις την κατά Χριστόν αρετήν…» Οι φωτισμένοι εκείνοι πρώτοι Καθηγητές διέγραψαν… προφητικά… την αποστολή, τον ρόλο και το χρέος της κατοπινής πορείας ενός από τα πλέον –όπως εξελίχθηκε– φημισμένα εκπαιδευτήρια της χώρας. Από το 1937 αλλάζει μορφή και λειτουργεί ως 6τάξιο Ιεροδιδασκαλείο, που, μετά τη σύντομη διακοπή της λειτουργίας στην τραγική και ηρωική περίοδο της 10ετίας του ’40, με τον Α.Ν. 540/ του 1945, λειτουργεί ως 7τά­ξιος Εκ­κλησιαστική Σχολή με παράλληλη στέγαση και λειτουργία του 2τάξιου Κατώτερου Εκκλησιαστικού Φροντιστηρίου, το οποίο μετεκπαίδευσε στρατιές ολιγογράμματων τότε ιερέων, από όλες τις Μητροπόλεις της χώρας. Οι ιερείς αυτοί, πνευματικά επανεξοπλισμένοι, τίμη­σαν τόσο τη Σχολή μας, που τους γαλούχησε, όσο και το ιερό σχήμα που χάριτι θεία ενεδύθησαν. Έτερο σημαντικό σταθμό, στην αρνητική του όμως διάσταση, αποτελεί η αναστολή λειτουργίας της Σχολής την 21ην Ιουλίου 1971, η οποία υπήρξε βίαιη και άκριτη, όπως σημειώ­νεται στο καταληκτικό πρακτικό του Διευθυντού Ιωάν. Τιμαγένη, παρά τους ανύστακτους αγώνες και τη σθεναρή αντίσταση του μακαριστού Μητροπολίτου Κορίνθου κυρού Παντελεήμονος. Μετά την 8ετή αναστολή λειτουργίας επαναλειτουργεί από το 1977, ως συνέχεια της Εκκλησιαστικής Σχολής, το Εκκλησιαστικό Λύκειο στο Λουτράκι με εξαιρετικά αποτελέσματα και με την πνευματική καθοδήγηση και πατρική φροντίδα του σεπτού ποιμενάρχη μας κ. Διονυσίου.
Στη σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή με θαυμασμό ανατρέχει η αξιολογική σκέψη στη μεγάλη μορφή της Εκκλησίας και του Έθνους, τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο και μετέπειτα Αντιβασιλέα Δαμασκηνό, ο οποίος ως ποιμενάρχης της Εκκλησίας της Κορίνθου (1922-1938) μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1928 σάλπισε μέσα από τα ερείπια κτιρίων και ψυχών το μήνυμα της αναδημιουργίας της Κορίνθου, ενέπνευσε την πίστη στη δύναμη τη δημιουρ­γική του Έλληνα, ανεμόρφωσε την Κόρινθο και μαζί με όλα τα σπίτια των ανθρώπων και το μεγαλόπρεπο σπίτι του Θείου Παύλου στο κέντρο της πόλης, «…στο ήρεμο ακρογιάλι της αφνειού Κορίνθου» επιβλητική ύψωσε τη γεραρά Ιερατική Σχολή. Χρησιμοποιώντας τα πιο αγνά υλικά, τη στοργή και το ανύστακτο πατρικό του ενδιαφέρον, οικοδόμησε έναν σεπτό ναό της εκκλησιαστικής Παιδείας, για να τροφοδοτήσει με άξια στελέχη την Εκκλησία και το Έθνος, κατά τον φωτισμένο συμπολίτη μας και εκπαιδευτικό, συγγραφέα και Δή­μαρχο Κορινθίων αείμνηστο Σήφη Κόλλια. Σ’ αυτό τον ναό της Εκκλησιαστικής Παιδείας λειτούργησαν ως μύστες και πλάστες ψυχών, χαρακτήρων και ανθρώπων Ποιμενάρχες της Τοπικής Αποστολικής Εκκλησίας, πατέρες και πρόεδροι της Σχολικής Εφο­ρίας, μορφές ανεπαναλήπτου κύρους και μόρφωσης, ο από Κορίνθου Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κυρός Μιχαήλ, ο φιλόστοργος Μητροπολίτης κυρός Προκόπιος, ο θαρραλέος ιεράρχης κυρός Παντελεήμων.
Φωτισμένοι διδάσκαλοι, αφοσιωμένοι στο ιερό χρέος πνευματικοί άνθρωποι, ιεροφάντες κληρικοί και λαϊκοί Διευθυντές, διαπρύσιοι θεολόγοι, επιστήμονες των άλλων διδακτικών ενοτήτων και μαζί τους οι απλοί εργάτες της Σχολής μας, όλοι πνευματικοί γονείς που νύχτα και μέρα με πλεόνασμα αγάπης έδιναν και την ψυχή τους για να ενσταλάξουν στον νου και στις καρδιές των μαθητών-παιδιών τους τη σω­στική βίω­ση του Λόγου του Ευαγγελικού, τη μετοχή στην αγιαστική ζωή της Εκκλησίας, την κοινωνία με το Σώμα και Αίμα του Λυτρωτή, την εμπιστοσύνη στις πανανθρώπινες αξίες του Ελληνισμού. Στην ταπεινή και όμορφη εκκλησία της προστάτιδας Αγίας Φωτεινής και κάτω από το θείο βλέμμα του Παντοκράτορα, ιστορημένου από τον αγιογράφο καθηγητή μας Βησσαρίωνα Σαρρή, βιώναμε το «Μέγα Μυστήριο», καθώς τα παιδικά μας χείλη και οι ψυχές σιγόψελναν υπό την καθοδήγηση Μουσικολογιωτάτων καθηγητών και των μεγαλυτέρων συμμαθητών «…ύμνους και ωδές πνευματικές» στον Δημιουρ­γό και Σωτήρα μας, τον ουρανοβάμονα Παύλο, την προστάτιδά μας και όλους τους ­Αγίους, τους αληθινούς φίλους του Θεού. Αδέλφια όλοι, άσχετα αν προερχόμασταν εκ περάτων της Ελλάδος, εκ περάτων της Γης, Έλληνες, Κορεάτες, Αιθίοπες, Σύριοι, Λιβανέζοι, όλοι μια ψυχή, όλοι μια οικογένεια. Όλα παιδιά ομογάλακτα της ­ίδιας μητέρας και τροφού, της Σχολής μας. Αξίζει και πρέπει να το αναφέρω.
Άκουσα μαζί με τα μέλη της περίφημης χορωδίας της Κορίνθου στη μακρινή Αργεντινή, το 1992, μέσα σε ένα κατάμεστο θέατρο –και αλήθεια ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα και συγκινηθήκαμε όλοι μας–, μια συγκλονιστική ομολογία από τον Αρχιεπίσκοπο των Σύρων Ορθοδόξων Νοτίου Αμερικής κ. Κύριλλο Διμνάτ: «Είμαι παιδί της Ελλάδας, είμαι παιδί του Παύλου και της Αγίας Φωτεινής, είμαι ανάστημα της ιστορικής πόλης της Κορίνθου, είμαι παιδί του ιερού άμβωνα του παπα-Πέτρου Θωμαΐ­δη, είμαι ένα από τα ξένα παιδιά που ήρθαν από πολύ μακριά και με δέχτηκε φιλόστοργη ΜΑΝΑ και τροφός στην αγκαλιά της η Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου…! Η δική μου και η δική σας Σχολή και καύχημα». Την ίδια ευγνώμονα ομολογία τα ’φερε η καλή τύχη να ακούσω όταν βρέθηκα στη μακρινή Κορέα από το στόμα του αείμνηστου Κώστα Σ. Κιμ, συμμαθητού στη Σχολή και στη Θεολογία, που για χρόνια υπηρέτησε ως άμισθος πρόξενος της χώρας μας στη Σεούλ. Ατελείωτα, αλήθεια είναι, όσα θα έπρεπε να σημειώσει κάποιος για τη λαμπρή ιστορία και προσφορά της Σχολής μας. Σέβομαι τον χώρο και τιμώ τη φιλοξενία. Από τα σπλάχνα της προέκυψαν προσωπικότητες που λάμπρυναν και στόλισαν τη ζωή της Εκκλησίας και του Έθνους. Μαθητής της ο Μακα­ριστός Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. Μαθητές της δια­πρεπείς Ιεράρχες, σεβάσμιοι Ιερείς, Καθηγητές Πανεπιστημίων, θεολόγοι, εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, θεράποντες των επιστημών, επιτυχημένοι επαγγελματίες, κοινωνικοί εργάτες, σεμνοί οικογενειάρχες συγκροτούν το αγλαόκαρπο σώμα των παιδιών της: των μαθητών και αποφοίτων της Σχολής της Κορίνθου.
Το σχολείο εκείνο είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε, ακλόνητο από τις θύελλες του βίου, το πνευματικό οικοδόμημα της κατοπινής μας ζωής και πορείας. Εκεί η γνώση ως μαθησιακή λειτουργία δοκιμαζόταν την κάθε στιγμή για να μεταπλαστεί σε βίωμα και οδοδείκτη και στάση ζωής. Μιας ζωής που εξ απαλών ονύχων πρώτα από το άγιο στόμα της Ελληνίδας Μάνας ακούσαμε κι ας είναι ευλογημένοι οι Δάσκαλοί μας, οι πνευματικοί μας γονείς, που μας στέριω­σαν τη μεγάλη αλήθεια, ότι πρέπει άτομα και κοινωνίες να στηρίζονται επί την πέτραν, «η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α΄ Κορ. 14).