†Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ, ΑΞΙΟΥΠΟΛΕΩΣ &ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

†Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΗΣ, ΑΞΙΟΥΠΟΛΕΩΣ &ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

“ναί, Κύριε, σύ οἶδας ὅτι φιλῶ σε”

(ἀντί Τρισαγίου στή μνήμη τοῦ κεκοιμημένου Ἱεράρχου Νικολάου τῆς ἐν Καρπενησίῳ παροικούσης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ)

Ἡ λαϊκή μας θυμοσοφία ἀνέκαθεν συνέκλινε πρός τό σχεδόν πανανθρώπινο αἴσθημα γιά τήν προσέγγιση ἑνός ὑπερώριμου θανάτου ὡς παραδεκτοῦ ὁρίου γιά τή μεταβίωση· οἱονεί καταφάσκοντας τή θεία βουλή γιά κάθε γέροντα καί δή ὑπέργηρο κοιμηθέντα. «Ἦταν γέροντας πιά, πέρασαν τά χρόνια του –γνωματεύει– καιρός του ἦταν νά ἀναπαυθεῖ». Καί ἡρεμοῦμε, καί στέκει ἡ ψυχή μας ὡσάν νά ἐπιβοᾶ ὑποσυνείδητα πρός τόν Κτίστη νά τῆς παράσχει ἀνάλογη μακροημέρευση, ἀνάλογη μετάθεση τοῦ ὁρίου τοῦ θανάτου.

Ἐκ τοῦ ἀντιθέτου στέκεται ἄφωνη ἀπό τόν παραπικρασμό της μπροστά στήν ἀπροσδόκητη ὑφαρπαγή τῶν σχετικά νεωτέρων. «Γιατί νά μήν μᾶς τόν ἀφήσει λίγο παραπάνω χρόνο ὁ Θεός, νά ζήσει περισσότερο καί νά προσφέρει», πλανᾶται μεταξύ νοῦ καί χειλέων ἀναπάντητο τό ἐρώτημα. «Λογισμοί γάρ θνητῶν δειλοί καί ἐπισφαλεῖς αἱ ἐπίνοιαι ἡμῶν», θά μᾶς ψυχολογοῦσε μέ ἄλλη ἀφορμή ἡ βιβλική σοφία (βλ. Σοφ. Σολ. 9,14).

Καί ἔρχεται μιά γνώριμη ἀναστάσιμη ἀφήγηση ἀπό τά ἑωθινά τῆς Κυριακῆς νά μᾶς καθησυχάσει καί νά μᾶς εὐθυδρομήσει σέ ἀπόλυτη τήν πίστη, ἀκέραια τήν πιστότητα, τελειότερη τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἅγια πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους μας καί γιά τόν καθένα μας. Ὁ ἀπ. Πέτρος τρίς ἐρωτᾶται, τρίς ἀποκρίνεται: «Κύριε, σύ οἶδας, σύ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε». Ἀνακαλεῖται στήν πρότερη κλήση καί συνάμα πληροφορεῖται περίπου τόν χρόνο καί ἀκριβέστερα τόν τρόπο τῆς ἀποβίωσής του. Γιά νά ἐρωτήσει περί τοῦ Ἰωάννου, καί νά ἀναδεχθεῖ τήν ἀπόκριση στούς ἀνάλογους λογισμούς ὅλων μας δι᾽ αἰώνων καί αἰώνων: «Ἐάν αὐτόν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρός σέ; σύ ἀκολούθει μοι» (Ἰω, 21,22).

Μέ αὐτήν τήν ἀφετηρία, ἀπό τό τέλος, ἀπό τόν σκοπό, ἀπό τήν ἀπολυτότητα τῆς σχέσης πρός τόν Ὄντα, πρός τόν Λόγο τοῦ Πατρός καί Σωτήρα τοῦ κόσμου, ὀργανώνεται ἐπί 20 αἰῶνες μ.Χ. (ὅπως καί πλείονες αἰῶνες π.Χ.) ἡ ἀκεραιότητα τοῦ βίου καθενός μας· ἡ ἀκεραιότητα, δηλαδή, τοῦ ὁρισμένου κύκλου τῆς ἐπιβίωσής μας μέχρι τό ἔσχατο δευτερόλεπτο πρίν ἀπό τό πέρασμα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (βλ. Ἰω. 5,24).

Ὁ προβληματισμός τῆς δυναμικῆς τῆς πίστης στόν ζῶντα Θεό μας εἶναι ρωμαλεότερος ἀπό ὅ,τι τά ἀγωνιώδη ἐρωτηματικά τῆς ἄγνοιάς μας περί τήν ἄγνωστη ὥρα τῆς μεταβίωσής μας. Ὅσο καί νά «συστενάζει καί συνωδίνει» τό φυσικό μας θέλημα ἐνόψει τοῦ θανάτου μας καί τοῦ θανάτου τῶν προσφιλεστέρων μας καί τῶν οἰκείων τῆς πίστεως, παρά ταῦτα γιά τή χαριτόδωρη ἔμπνευση τῆς γνώμης μας δεσπόζει ἀκλόνητη ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος ἔγινε «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. 1,18), ἀφοῦ γιά μᾶς, γιά τήν περιληφθεῖ­σα πανανθρωπότητα τῆς πεπτωκυίας μας φύσης, «χάριτι Θεοῦ ὑπέρ παντός ἐγεύσατο θανάτου» (Ἑβρ. 2,9).

«Τί πρός σέ; Σύ ἀκολούθει μοι». Ἰδού, ἡ ἀπόκριση στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματά μας. Ἀκολουθώντας τόν Χριστό μέ τόν τρόπο πού ἀναλογεῖ στή δική μας συνέργεια πρός τό ἄφευκτο φιλάνθρωπο θέλημά Του. Μέ τή δική μας συνέργεια πρός τήν προαιώνια περί ἡμῶν ὀντοποιό γνώση Του, λύεται ἡ διαρκῶς ἀναδυόμενη φυσική ἀδυναμία μας.

Ὡσάν ταχύτερος δρομέας μᾶς ἐγκατέλειψε πρότριτα ὁ μακαριστός Σισανίου κυρός Παῦλος, καί τόν ἀκολούθησε μεθύστερος, μέ βραδύτερο βηματισμό, ὁ ἀοίδιμος πρώην Καρπενησίου κυρός Νικόλαος. Ἀμφότεροι «γενόμενοι ὑπήκοοι» καί σ᾽ αὐτήν τήν ἔσχατη γιά τά ᾧδε κλήση τοῦ Σωτῆρος μας Θεοῦ. Τήν ὥρα πού ὅριζε γιά τόν καθένα Ἱεράρχη ἡ φιλανθρωπότατη οὐσιοποιός γνώση Ἐκείνου. «Οὕς προέγνω καί προώρισε συμμόρφους» καί ὡς πρός τοῦτο, ὡς πρός τή βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ θανάτου καί τῆς μακαρίας μεταβάσεως «πρός τήν κρείττονα καί τελειοτέραν σκηνήν» τῆς αἰωνιότητός Του.

Ὁ νεώτερος Ἱεράρχης ἐκοιμήθη «ἐν ἐνεργείᾳ», ὁ γηραιότερος ἐκοιμήθη «σχολάζων». Ἀμφότεροι ἐκοι­μήθησαν «σχολάζοντες καί γνόντες ὅτι Αὐτός ἐστιν ὁ Θεός» (πρβλ. Ψαλμ. 45,11). Μέ τόν χριστιανικό τους βίο μέχρι τήν ἔσχατη ὡριαία στιγμή τοῦ θανάτου τους, ὡσάν προφητεία δι᾽ ἔργων, μᾶς ἀφῆκαν κληρονομιά τή θεολογική ἀνθρωπολογική διάγνωση ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτό τό μεγαλειῶδες πρωτοεπλάσθη νά φθάσει καί μετεπλάσθη ἐν Χριστῷ ὥστε νά εἶναι: «Διττή ὕπαρξη […] ἐπίγεια ἀλλά καί οὐράνια, πρόσκαιρη ἀλλά καί ἀθάνατη, ὁρατή ἀλλά καί νοούμενη» (ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, λόγος 38ος, 11, PG 36, 321C-324B).

Μέσα στήν ἀνθρώπινη πίκρα τῆς ὁρατῆς ἀπώλειας καί τήν ἐλπιδηφόρο θέα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀντίκρισα εὐτρεπισμένο ἀνθρωπίνως «πρό τῆς κοινῆς ἀναστάσεως» νεκρό τόν ἀδελφό Σισανίου & Σιατίστης κυρό Παῦλο, τελώντας κατά τά εἰωθότα Τρισάγιο μέ τόν ἅγιο Ναυπάκτου καί τόν ἅγιο Ταμασοῦ, ἐν μέσῳ καί ἄλλων ἀδελφῶν Ἱεραρχῶν, μέ τόν κόσμο νά τόν ἀσπάζεται συνεχῶς, προσκλαίοντας τόν Ποιμενάρχη του.

Ὅμως, μέσα μου ὁ εὐλαβής σεβασμός καί γιά τόν κοιμηθέντα πρώην Καρπενησίου Νικόλαο τόν Α΄ ἀναδεύει μνῆμες ἀγαθές, πού γίνονται περιγραφές, κι ἀπό λόγια γίνονται δεήσεις πρός τόν Παντεπίσκοπο καί Σωτήρα μας.

Ἤμουν παιδάκι, ὅταν τόν ἄκουγα νά ψέλνει καλλίφωνα, πάρα πολύ ὡραῖα στόν Ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Λουτράκι, ὅσο ἦταν ἱεροσπουδαστής στήν εὐλογημένη Ἐκκλησιαστική Σχολή τῆς Κορίνθου. Γιά ὅλους, ὅπως καί γιά μένα, ἦταν ἕνα παράδειγμα ἔνζηλης λατρεύουσας πίστης ὡς ἐκκλησιαστικής διακονίας καί συνεισφοράς. Ἀπό τίς ἀναρίθμητες εὐλογίες μέ τίς ὁποῖες ἐλεήθηκα νά παραδειγματίζομαι.

Προερχόταν ἀπό παραδοσιακή πολύτεκνη οἰκογένεια, μέ ἄλλα ἑπτά ἀδέλφια. ῞Ενας ἀπό τούς παπποῦδές του ἦταν ἱερεύς, ὁ ἀδελφός του π. Χρυσόστομος διετέλεσε κληρικός στή Μάνη καί μετέπειτα γιά χρόνια ἡγούμενος στήν Ἱ. Μονή Προυσοῦ, μία ἀδελφή του εἶναι μοναχή στήν Πρώτη Σερρῶν μέ τόση συνέπεια ὥστε ποτέ δέν ἐξῆλθε τῆς Μονῆς! Αὐτό προφανέστατα ξεκινᾶ ἀπό μιάν ἀνάλογη οἰκογενειακή ἀγωγή καί πνευματική καλλιέργεια, ἄν τό συνυπολογίσουμε στό καλογερικό ἦθος τοῦ μακαριστοῦ, τόσον ὡς ἱερέ­ως μέ συνεχή 20ετή ποιμαντική θητεία στόν ἴδιο πάντοτε τόπο, ὅσο καί ὡς Ἐπισκόπου μέ μιάν ἀνάλογα «μοναστική» βίωση τῆς ἐπισκοπικῆς ἰδιότητος. Αὐτό δέν συνιστοῦσε οὔτε ἀδυναμία οὔτε ἰδιοτροπία, ἀλλά συνειδητή ἀποφυγή κάθε ἐκκοσμίκευσης, ἀφοσίωση στά οὐσιώδη τῆς Ἐπισκοπικῆς κλήσεως (ἰδίως γιά κεῖνα τά παραδοσιακότερα χρόνια) καί σεβασμό τοῦ εὐλογημένου συνδέσμου πού ἀναδέχθηκε ἐκλεγόμενος γιά τό «ἀσκητικό» δυσπρόσιτο Καρπενήσι μέ τήν παραδοχή τοῦ Μικροῦ καί τοῦ Μεγάλου Μηνύματος καί τήν ὁμολογία πρό τῆς χειροτονίας.

Ἀποφοίτησε τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν 27χρονος καί μετά διετίαν στρατεύθηκε στήν κηρυγματική καί ποιμαντική διακονία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων & Κοζάνης στά ἱστορικά Σέρβια μονίμως ἐπί ἔτη πολλά (!), δίπλα στόν σοφότατο ἀοίδιμο Κοζάνης κυρό Διονύσιο, γέννημα καί θρέμμα ὡσαύτως τῆς Κυκλαδίτικης περίσσιας νησιώτικης εὐλάβειας. Ἡ Σαντορίνη τοῦ εἶχε ἐμπνεύσει τό λειτουργικό κι εὐλαβικό ἦθος, ἀκόμη καί μέ τίς 365 ἐκκλησιές ἤ παρεκκλήσια-ἐξωκλήσια γιά κάθε γιορτή ἀνά ἡμέρα τοῦ χρόνου!

Ὅταν διχοτομήθηκε ἡ «γεροντική» Μητρόπολη Ναυπακτίας & Εὐρυτανίας, ἐκεῖνος ἐξελέγη πρῶτος Μητροπολίτης τῆς νεοσύστατης Μητροπόλεως Καρπενησίου στήν ὀρεινή καί δυσπρόσιτη Εὐρυτανία μέ τόσα «ἄγονα» χωριά, ἀλλά καί τήν τόση ἐκπαιδευτική προϊστορία τῶν χρόνων τῆς δουλείας καί τά ἱστορικά μοναστήρια, προεχόντως τῆς Παναγίας τῆς Προυσσιώτισσας (9ου αἰ.) καί τῆς Παναγίας Τατάρνης (11ου αἰ.) ἐκ τῶν διασωθέντων ἀπό τή διάλυση-διαρπαγή 400 καί πλέον μοναστηριῶν τήν περίοδο τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνος (νά τό θυμόμαστε κι αὐτό)… Ἡ χειροτονία τοῦ π. Νικολάου Δρόσου ὡς Ἐπισκόπου Καρπενησίου δέν ἔγινε στήν Ἀθήνα ἀλλά στά Σέρβια, ἀπό τόν μακαριστό Κοζάνης Διονύσιο.

Ζυμωμένος κι ὁ μακαριστός ἐπί μιά 20ετία δίπλα στόν μακαριστό Διονύσιο, στάθηκε Ἐπίσκοπος γιά κάθε χωριουδάκι τῆς ἀπρόσιτης τότε, εἴτε δυσπρόσιτης ἐπαρχίας του! Ἐνίοτε δέν γινόταν νά φθάσει ἐκεῖ παρά μόνο μέ πεζοπορία, καί ὅμως αὐτό δέν τόν ἀπέτρεπε ἀπό τό σταθερό ποιμαντορικό του χρέος οὔτε τόν πτοοῦσε. Λέγεται πώς ἡ Νομαρχία (Ὑπ. Ἐσωτερικῶν) καθυστέρησε νά τοῦ παραχωρήσει αὐτοκίνητο καί ὁδηγό γιά τή Μητρόπολη· ἴσως καί νά μήν ἦταν διεκδικητικός ὁ νησιωτικῆς καταγωγῆς καί ἠπιότατος Μητροπολίτης. Καί μέ αὐτοκίνητο ἀκόμη, σέ πολλά χωριά ἡ μετάβαση ἀπαιτοῦσε συνεχεῖς ἐλιγμούς (μανοῦβρες) στίς στροφές! Καί ὅμως, ὁ ἀοίδιμος Ἐπίσκοπος Νικόλαος ἦταν ἐκ πεποιθήσεως ἕτοιμος νά σταθεῖ γιά ὅλους Ποιμενάρχης. Προτιμοῦσε ἀπό τά μεγάλα κεφαλοχώρια τά χωριά, ἰδίως ἐκεῖνα πού δέν εἶχαν μόνιμο ἱερέα. Λειτουργοῦσε ἀπαραίτητα κάθε Κυριακή (ἐκτός ἀπό τίς ἐνδιάμεσες ἑορτές). Σέ μικρά χωριά λειτουργοῦσε μέ ἀμφίεση οἱο­νεί ἱερέως, δίχως μήτρα-πατερίτσα, χωρίς πρόθεση «καταφρόνησης» τῆς καθιερωμένης ἱερᾶς ἀμφιέσεως, ἀλλ᾽ ἀποβλέπων στήν οὐσία-θεολογία τοῦ λειτουργικοῦ μυστηρίου καί στήν ταπεινότερη προσέγγιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του πληρώματος. Γι᾽ αὐτό μάλιστα ἀπέφευγε νά παραμένει στήν πρωτεύουσα μετά τήν ὁλοκλήρωση τῶν Συνοδικῶν συνεδριῶν. Ἀκόμη κι ἄν ὁ χρόνος ἦταν «συντετμημένος», προτιμοῦσε νά ἐπιστρέφει βράδυ στό Καρπενήσι, προκειμένου νά μεταβεῖ τήν ἑπομένη σέ κάποιο χωριουδάκι καί νά τελέσει τή θεία Λειτουργία.

Διηγιόταν ἱερεύς πού ἔζησε ἕνα γεγονός ὡς διάκονος συνοδεύοντας τόν μακαριστό Μητροπολίτη Νικόλαο. Μετέβαινε πάνω σέ γαϊδουράκι σέ ἕνα χωριό, ὅπου δέν εἶχαν ξαναδεῖ Δεσπότη. Μιά ὑπέργηρη γερόντισα πρόσμενε ὥρα πολλή νά τόν ἀντικρίσει. Εἶχε ἀκούσει πώς ὁ Ἐπίσκοπος ἐνδύεται διαφορετικά ἄμφια ἀπό τόν παπά. Ἡ γερόντισσα εἶχε παρανοήσει τήν πληροφορία καί τόν πρόσμενε μέ τήν ἀπορία: «Θέλω νά δῶ τί εἶναι αὐτός ὁ δεσπότης; Τί φορέματα φοράει;»

Ὁ ἀοίδιμος ζοῦσε καλογερικά, τό ὕφος του ἔδειχνε ἄνθρωπο κλειστό, ἐσωστρεφή, ἀπόκοσμο γιά τίς ἐξελίξεις, μέ ἐναργή τόν κολλυβαδικό χαρακτήρα τῆς οἰκογενειακῆς καί νησιωτικῆς ἐκκλησιαστικῆς του μορφώσεως. Φιλακόλουθος στό ἔπακρο, ὅπως εἶχε μάθει παιδιόθεν, ζοῦσε μέ τόν Ἑσπερινό, τόν Ὄρθρο, τή συχνή θεία Λειτουργία. Ἦταν ἕνας Ἐπίσκοπος-μοναχός, ἄν καί δέν ἔκλεινε τίς πόρτες τῆς Μητρόπολης σέ ὅσους τόν ζητοῦσαν γιά κάποια βοήθεια. Ζυμωμένος μέ τήν παραδοσιακή νησιωτική ἁπλότητα καί καλοσύνη, δέν πονηρευόταν.

Ἄνθρωπος ἠπίων τόνων, δεῖγμα ταπεινόφρονος σοφίας καί πατρικῆς καλοσύνης, κατά τά σημαινόμενα καί τοῦ ἱεροῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὅλα αὐτά ἦταν ἀποτυπωμένα στό καθαρό καί εὐθύ του βλέμμα, χωρίς συσκιάσεις. Καί τά διετήρησε στά 37 χρόνια τῆς ἐνεργοῦ Ἐπισκοπικῆς του διακονίας, ὥσπου στά 2016 κατέθεσε τήν ἐντολή στήν Ἱερά Σύνοδο καί ἀποσύρθηκε τῆς ἐνεργοῦ ποιμαντορίας.

Τή σκυτάλη παρέλαβε ἐκλεγόμενος ὁ σημερινός Μητροπολίτης Καρπενησίου Σεβασμιώτατος κ. Γεώργιος, ἕνας νέος Ἱεράρχης, δημιουργικός καί ὀργανωτικός, ἀλλά καί προσηνής στούς ὀξυδερκεῖς Εὐρυτάνες, εὐφυῶς ἀνταποκρινόμενος στά ποιμαντικά αἰτήματα καί στίς νεότερες προκλήσεις.

Στή δική του εὐαισθησία καί τοῦ περί αὐτόν εὐλογημένου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος-πληρώματος ἐμπιστευόμεθα τήν εὐλαβική ἀναφορά μας στόν ἀπελθόντα προκάτοχό του, τόν κεκοιμημένο Μητροπολίτη πρώην Καρπενησίου κυρό Νικόλαο τόν Α΄.

Ἄς ἔχουμε τήν εὐλογία καί τήν εὐχή του ὅλοι μας, καθώς θά πορεύεται πραΰς πρός τόν «δίκαιον καί σῴζοντα καί πραΰν βασιλέα τῆς δόξης» (βλ. Ζαχ, 9,9). Φερόμενος πλέον ὄχι «ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον», ὅπως στίς διαδρομές τῆς σεμνῆς καί ἀγαθῆς καί θυσιαστικῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας, ἀλλά μέ τήν ἄκτιστη ἕλξη τῆς θείας χάριτος, τήν ὁποία ἐξεδέχετο καί προσέφερε καί ἐπιμαρτυροῦσε πρός ὅλους.

† ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος